Ένα ποίημα για τον Επιτάφιο του Άγγελου Σικελιανού
Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ Μοναστήρι (1935)
Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσεςγυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαντὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσεςμοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ ΜεγάλουΣαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτοτοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκαποὺ πόνεσε βαθιά;Γιατὶ κι ὁ πόνοςστὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίνανἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναντὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνεςτοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδιαποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνακερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθητὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλεςἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέσηἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδιαφωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!»Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένοστὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτοςστῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάριξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρατῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοιμὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνιτοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλιτῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένοςξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλιπετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξεισκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,- ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τηςἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκανἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουντὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένομὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουνμαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμουκραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου