Κλέφτες και αρματολοί στην Μακεδονία και την Θεσσαλία
Είναι γεγονός, πως σε κάθε πόλεμο υπάρχουν εγκλήματα, όπως υπήρξαν και στον ελλαδικό χώρο την περίοδο της Τουρκοκρατίας, με
χαρακτηριστικότερα τους βίαιους εξισλαμισμούς, την αρπαγή των
περιουσιών των Ελλήνων, την οικονομική καταπίεση με τους δυσβάσταχτους
φόρους, τα παιδομαζώματα, τις καταστροφές και τις βεβηλώσεις ιερών χώρων
και μνημείων. Αρκετοί Έλληνες προχώρησαν τότε σε εκούσιους
εξισλαμισμούς, με σκοπό την κοινωνική καταξίωση και την οικονομική τους
ευμάρεια και άλλοι απλά, αποδέχτηκαν την υπάρχουσα κατάσταση. Υπήρξαν
όμως και κάποιοι άλλοι Έλληνες, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην τουρκική
σκλαβιά, προτιμώντας να ζήσουν ελεύθεροι στα βουνά, παρά να συνεχίσουν
να υφίστανται τη πολύπλευρη καταπίεση των Τούρκων κατακτητών. Αυτοί οι
άνθρωποι είναι οι κλέφτες και οι αρματολοί, που στην συνέχεια θα
πρωτοστατήσουν στην Επανάσταση του 1821 και αποτελούν πρότυπα για μας
τους Έλληνες στους δύσκολους καιρούς.
Κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Έλληνες αντιμετώπισαν
σημαντικά προβλήματα και καταπιέσεις από τους κατακτητές. Ένας από τους
πιο σημαντικούς τομείς καταπίεσης ήταν ο οικονομικός. Οι υπόδουλοι
Έλληνες ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν πολλούς και δυσβάσταχτους φόρους,
οι οποίοι διακρίνονταν σε τακτικούς ή ιερούς φόρους και σε έκτακτους. Ο
κυριότερος τακτικός φόρος ήταν η «τζιζιέ», γνωστός και ως «κεφαλικός
φόρος», που προοριζόταν για το θησαυροφυλάκιο. Καταβαλλόταν από όλους
τους μη μουσουλμάνους και ως τα τέλη του 17ου αιώνα και από κάθε
οικογένεια ξεχωριστά, με βάση την οικονομική τους κατάσταση. Στην
συνείδηση του χριστιανικού λαού είχε μείνει και με τον όρο «χαράτσι»,
καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές, που οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν αυτόν τον
όρο στους κανουνναμέδες τους. Ο συγκεκριμένος φόρος δήλωνε την υποτέλεια
των μη μουσουλμάνων στα ισλαμικά κράτη, γι’ αυτό και για τους
χριστιανούς το χαράτσι ήταν συνώνυμο της σκλαβιάς.
Ακόμη μία μορφή καταπίεσης των Ελλήνων βρίσκεται στο θέμα της θρησκείας.
Οι Έλληνες χριστιανοί θεωρούνταν «άπιστοι» από τους μουσουλμάνους,
καθώς γι’ αυτούς η διάκριση δεν γινόταν με βάση την φυλή
(Έλληνες-Τούρκοι), αλλά με βάση την θρησκεία (χριστιανοί-μουσουλμάνοι). Η
θρησκεία των Ελλήνων ήταν ανεκτή, αλλά όχι ελεύθερη. Χαρακτηριστικό
είναι το παράδειγμα των βίαιων εξισλαμισμών, που λάμβαναν χώρα στην
ελληνική επικράτεια αρκετά συχνά, αλλά και το παιδομάζωμα, που οδήγησε
αρκετούς Έλληνες στο να κρύβουν τα παιδιά τους, αν είχαν γεννηθεί
αγόρια, καθώς και στο να οδηγηθούν στα άκρα, ακρωτηριάζοντάς τα, για να
μη πέσουν στα χέρια του κατακτητή. Οι Έλληνες μουσουλμάνοι από την άλλη
πλευρά απολάμβαναν αρκετά προνόμια, καταξιώνονταν κοινωνικά και
αποκτούσαν οικονομική ευμάρεια. Υπήρχαν λοιπόν, τεράστιες οικονομικές
και κοινωνικές αντιθέσεις μεταξύ των Ελληνών μουσουλμάνων και
χριστιανών. Το γεγονός αυτό, οδήγησε πολλούς Έλληνες στο να ασπαστούν
εκούσια το κοράνι και να απαρνηθούν τον χριστιανισμό, προκειμένου, να
ζήσουν μία καλή και άνετη ζωή αυτοί και τα παιδιά τους. Κάποιοι εξ’
αυτών έγιναν κρυπτοχριστιανοί, υποστηρίζοντας μόνο φαινομενικά τον
μωαμεθανισμό και ταυτόχρονα, βοηθούσαν οικονομικά τους Έλληνες
χριστιανούς. Φυσικά, δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις, όπου εξισλαμισμένοι
Έλληνες έγιναν φανατικοί μουσουλμάνοι και όχι μόνο δεν βοηθούσαν τους
Έλληνες, αλλά τους δημιουργούσαν εσκεμμένα προβλήματα. Ο υπόλοιπος λαός
υπέμενε βασανιστικά το μαρτύριο της πολύπλευρης καταπίεσης του
κατακτητή.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι Έλληνες, οι οποίοι προτίμησαν να ζήσουν
ελεύθεροι, κατά κύριο λόγο στα βουνά της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες η ληστεία στην ύπαιθρο αποτελούσε
διαδεδομένο φαινόμενο, που ευνοούνταν από τους ελλιπείς πόρους ζωής, το
χαμηλό βιοτικό επίπεδο, την χρήση σωματικής βίας και την ανεπαρκή
ασφάλεια των απομακρυσμένων περιοχών. Παρουσίασε έξαρση κατά τον 16ο
αιώνα με την αύξηση της φορολογίας και τις καθημερινές ταπεινώσεις, που
υφίσταντο οι χριστιανοί αγρότες και οδήγησε πολλούς άντρες στους
ορεινούς οικισμούς, ώστε να εξασφαλίσουν μία «ελεύθερη» διαβίωση,
απαλλαγμένη από τις καταπιέσεις των Τούρκων κατακτητών. Η επιβίωση στα
βουνά υπήρξε δύσκολη και χρειαζόταν καθημερινό αγώνα. Δημιουργήθηκε
έτσι, η ψυχοσύνθεση του ληστή και του αντάρτη, που αρνείται να
συμβιβαστεί με τη «νόμιμη» εξουσία και στρέφεται για την επιβίωσή του
στην αρπαγή και στην ληστεία.
Οι οθωμανοί κατακτητές είχαν αρνητική γνώμη για τους χριστιανούς
κλέφτες, θεωρώντας τους «περιφερόμενους ελευθέρως εις τα όρη
κακούργους», αφού, παρ’ όλη την εξουσία τους, αδυνατούσαν να τους
ελέγξουν στα βουνά. Οι ανεξέλεγκτες επιδρομές των κλεφτών στα χωριά με
συλλήψεις προυχόντων ή ταξιδιωτών για την καταβολή λύτρων, οι
εξαναγκασμοί ολόκληρων χωριών να τους συντηρούν και να τους κρύβουν,
οδήγησαν τους οθωμανούς και τους χριστιανούς προύχοντες, στο να έχουν
μία αρνητική στάση απέναντί τους. Μάλιστα, οι οθωμανοί θεωρούσαν, πως
ήταν προστάτες των ραγιάδων από τους ληστές. Παρ’ όλα αυτά όμως,
οι υπόδουλοι Έλληνες θαύμαζαν τους κλέφτες, βλέποντας στο πρόσωπό τους
την ελευθερία από τον ραγιαδισμό και την αντίσταση στην οθωμανική
εξουσία, έχοντας στην καρδία τους την ελπίδα, πως μία μέρα θα είναι ξανά
ελεύθεροι.
Οι οθωμανοί κατακτητές, για να αποτρέψουν τις επιδρομές των κλεφτών,
χρησιμοποίησαν στις ορεινές περιοχές δράσης των κλεφτών νόμιμα ένοπλα
σώματα από Έλληνες χριστιανούς, που ονομάστηκαν αρματολοί. Συνιστούσαν
έναν μηχανισμό ασφάλειας σε δυσπρόσιτες περιοχές, για την διασφάλιση της
δημόσιας τάξης. Τα όρια μεταξύ των δύο αυτών ένοπλων σωμάτων δεν είναι
σαφή, καθώς προέρχονταν και τα δυο από ορεσίβιους αγροτοποιμενικούς
πληθυσμούς, κτηνοτρόφους και από φυγόδικους. Πολλές φορές ένας κλέφτης
μεταπηδούσε στο σώμα των αρματολών και το αντίστροφο, ενώ δεν έλλειψαν
και οι συνεργασίες τους, σε περιπτώσεις προστασίας του ελληνικού
πληθυσμού από την οθωμανική εξουσία. Για τον λόγο αυτό, στην συνείδηση
του ελληνικού λαού οι λέξεις «κλέφτης» και «αρματολός» ταυτίζονταν. Στην
Επανάσταση του 1821 έγιναν αξιωματικοί και καθοδηγητές των χωρικών στις
αιφνιδιαστικές επιθέσεις εναντίον των κατακτητών. Όπως περιγράφει και ο Μακρυγίαννης, οι κλεφταρματολοί ήταν «η μαγία της λευτεριάς».
Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η οθωμανική κεντρική διοίκηση ήταν
σε θέση να ελέγξει τους ληστές μέσω της αστυνομικής φύλαξης όλης της
επικράτειας, γι’ αυτό και οι ληστεία ήταν πιο περιορισμένη. Από τα τέλη
του 16ου αιώνα όμως, παρατηρείται μία έξαρση των ληστρικών επιδρομών
στις ορεινές επαρχίες και ραγδαία αύξηση των κλεφτών. Η κεντρική εξουσία
αδυνατούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο, εξαιτίας της έλλειψης υλικών πόρων
και δυνάμεων εξαναγκασμού, γι’ αυτό η τοπική νομοθεσία αντικαταστάθηκε
με τη συμμόρφωση των τοπικών αρχόντων, διαμέσου διαπραγματεύσεων, παρά
εντολών. Το σύστημα εξουσίας ήταν ρηχό λοιπόν, γεγονός που ευνοούσε τους
εξεγερμένους κλέφτες, να αποδράσουν στα δύσβαττα μέρη, αφού υπήρχε και
επίσημα, ο θεσμός της ανακηρυγμένης παρανομίας. Οι εξεγερμένοι
Έλληνες χριστιανοί, όσοι ανήκαν στη κατώτερη κοινωνική τάξη και
ασχολούνταν με αγροτικές καλλιέργειες, μην μπορώντας να ανεχτούν την
βαριά φορολογία, που οδηγούσε σε οικονομικό μαρασμό και τις κοινωνικές
καταπιέσεις μέσω του παιδομαζώματος και του εξισλαμισμού, κατέφευγαν στα
βουνά για να ζήσουν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι.
Κοινωνικοί ληστές ονομάζονται αυτοί, που εναντιώνονται στην
καταπάτηση των δικαιωμάτων του αγροτικού κυρίως, πληθυσμού από τη
κεντρική διοίκηση, ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις, όπου έχουν την
υποστήριξη των τοπικών αρχόντων, αγωνιζόμενοι για δικαιοσύνη. Οι
κοινωνικοί ληστές διαφέρουν από τους «κοινούς ληστές», διότι οι δεύτεροι
ρημάζουν την περιουσία των αγροτών με τους οποίους είναι και εχθροί.
Για τον κοινωνικό ληστή είναι αδιανόητο, να ακουμπήσει την σοδειά ενός
χωρικού και αν κάποιος απ’ αυτούς συμπεριφερθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο,
χάνει τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Σε πρωτόγονες συγγενικές κοινωνίες,
που έχουν συνηθίσει τις επιδρομές και ταυτόχρονα, λείπει η εσωτερική
διαστρωμάτωση, η οποία δημιουργεί το ληστή ως μόρφη κοινωνικής
διαμαρτυρίας, δημιουργούνται δικά τους συστήματα κοινωνικής- ταξικής
διαστρωμάτωσης. Όταν όμως, απορροφώνται σε ευρύτερες κοινωνίες, που
βασίζονται σε ταξικές συγκρούσεις, αυξάνεται ο αριθμός των ληστών, όπως
συνέβη και στην οθωμανική αυτοκρατορία τον 16ο-19 αιώνα.
Σε γενικά πλαίσια, οι ληστές σαν άνθρωποι δεν είναι τόσο πολιτικά και
κοινωνικά εξεγερμένοι και επαναστάτες, αλλά μάλλον αγρότες που
αρνούνται να υποταχθούν ή άντρες που αποκλείονται από τη συνήθη
σταδιοδρομία τους και υποχρεωτικά περνούν στη παρανομία και στο έγκλημα.
Αυτό που κάνει τους αγρότες θύματα της εξουσίας είναι περισσότερο, η
ακινησία τους και η θέληση για παραμονή στις συνήθειές τους, παρά η
ευπαθής οικονιμική τους κατάσταση. Παρ’ όλα αυτα, η ληστεία είναι κάτι
παραπάνω από ενα αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Οι ληστές είναι
άνθρωποι της δράσης, αλλά όχι ιδεολόγοι με οράματα και σχέδια κοινωνικής
και πολιτικής οργάνωσης. Είναι ηγέτες, επειδή είναι αποφασιστικοί
άνθρωποι, με αυτοεκτίμηση, ισχυρή προσωπικότητα και στρατιωτικό ταλέντο,
που τους καθιστά άξιους να επιτύχουν την υπεράσπιση και την
αποκατάσταση της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων. Οι ληστές
μετατρέπονται σε επαναστάτες σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η ληστεία
γίνεται σύμβολο της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων ενάντια στις δυνάμεις,
που την αποδιοργανώνουν. Δεύτερον, όταν ακόμα και οι αγρότες που
αποδέχονται την εκμετάλλευση μέχρι ένα βαθμό, ονειρεύονται ένα
διαφορετικό κόσμο με ισότητα και ομόνοια. Υπάρχει μία εξαρτημένη
συνύπαρξη ληστείας- αγροτικής επανάστασης, με την πρώτη να είναι
προάγγελος της δεύτερης. Όταν η ληστεία συγχωνεύεται σ’ ένα ευρύτερο κίνημα, γίνεται μέρος μίας δύναμης, που αλλάζει τη κοινωνία.
Στην περίοδο της τουρκοκρατίας, η επέκταση χριστιανών γαιοκτημόνων
και Τούρκων κατακτητών ήδη από τον 15ο αιώνα, δυσκόλεψε τη ζωή των
αγροτών, αλλά σε αντίθεση με τις πυκνοκατοικημένες πόλεις, άφησε
περιθώριο για ελευθερία. Ομάδες και κοινότητες ελεύθερων, ένοπλων και
μαχητικών ανθρώπων αναδύθηκαν ανάμεσα στους πληθυσμούς, που διώχθηκαν
από την γη τους ή δραπέτευσαν από την δουλοπαροικία-στην αρχή αυθόρμητα
και στην συνέχεια οργανωμένα- δημιουργώντας ένα στρατιωτικό σώμα,
αποτελούμενο από την ελεύθερη αγροτιά. Τους ονομαζόμενους κλέφτες. Στα
πρώτα χρόνια της σκλαβιάς από τους Τούρκους, ο λόγος που ώθησε τους
κλέφτες στα βουνά ήταν κυρίως, ο οικονομικός και όχι τόσο ο ιδεολογικός.
Ο κλέφτης ήταν ξεκομμένος από την αγροτιά σε αντίθεση με τον κοινωνικό
ληστή, αλλά και από την οικογένειά του, ζώντας σαν στρατιώτης, που
παράτησε τη ζωή του στο χωριό για μιά ημι-μόνιμη εξορία στην ένοπλη ζωή.
Ένα μικρό τμήμα τους ήταν βοσκοί ή οδηγοί κοπαδιών και ημι-νομάδες, που
διατηρούσαν χαλαρούς δεσμούς με τους οικισμούς. Βασικό χαρακτηριστικό
τους ήταν, πως χρησιμοποιούσαν δική τους διάλεκτο ή αργκό.
Ο κλέφτης διέπονταν κατά βάση από το αίσθημα της ελευθερίας
και χαρακτηρίζονταν ως «εθνικός ληστής», δηλαδή υπερασπιστής ή εκδικητής
των χριστιανών απέναντι στους Τούρκους. Η εικόνα του στο λαό ήταν
θετική, όταν μάχονταν ενάντια στον εχθρό, γι’ αυτό και ξεχνούσε κάποιες
ζοφερές πράξεις τους. Τα κλέφτικα τραγούδια στην Ελλάδα είναι
λιγότερο ανώνυμα, αλλά δίνουν λιγότερες κοινωνικές πληροφορίες για τους
επαγγελματίες πολεμιστές, λόγω του ότι ανήκουν στη λογοτεχνία του
εγκωμιασμού. Οι ήρωες είναι διάσημες μορφές, γνωστές στους πάντες.
Στα ένοπλα σώματα των αρματολών ανήκαν ορισμένοι από τους κλέφτες, οι
οποίοι επιλέγονταν από την οθωμανική κυβέρνηση, προκειμένου να
εξασφαλισθεί πλήρης ομαλότητα σ΄ όλη την οθωμανική επικράτεια. Οι
περιοχές δράσης των αρματολών (πρόκειται για ορεινές περιοχές, όπου η
δράση των κλεφτών ήταν πιο έντονη) ονομάζονταν αρματολίκια και ο αρχηγός
τους διορίζονταν τα πρώτα χρόνια από την οθωμανική διοίκηση και στη
συνέχεια από τους οπαδούς ή τους κατοίκους μιας περιοχής. Η πρώτη
οργάνωση αυτών των σωμάτων χρονολογείται τον 15ο αιώνα στον ελλαδικό
χώρο, επί Μουράτ Β’ (1421-1451), όταν δημιουργείται και το πρώτο
αρματολίκι στα Άγραφα. Τα αρματολίκια καταλάμβαναν μεγάλη έκταση και
ήκμασαν κυρίως, στη βόρεια Ελλάδα στα τέλη του 16ου αιώνα, όπου
διακρίνεται και η ραγδαία αύξηση των κλεφτών. Σημαντικό ρόλο στο θεσμό
του αρματολισμού είχε η συγγένεια, γι’ αυτό και κυριαρχούν κληρονομικά
λίγες οικογένειες.
Στην Μακεδονία δεν υπάρχουν πληροφορίες για κλέφτες και αρματολούς
πρίν από τον 18ο αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κατάλογοι προερχόμενοι
από τουρκικά αρχεία της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης, τα οποία μας
γνωστοποιούν κάποια ονόματα κλεφτών. Το 1706 ανακοινώθηκε
φιρμάνι για παιδομάζωμα. Το γεγονός αυτό, έφερε σαν αποτέλεσμα, την
αντίσταση των Ελλήνων της Νάουσας υπό τις διαταγές του αρματολού Ζήση
Καραδήμου και των υιών του, Βασιλείου και Δημητρίου. Η εξέγερση
αυτή οδήγησε στη δολοφονία του απεσταλμένου του σουλτάνου. Ο
μπεϊλερμπέης της Ρούμελης έστειλε τουρκικό στρατό στην Βέροια, ώστε να
καταπνίξουν την επανάσταση. Οι Τούρκοι προσπάθησαν, να κυκλώσουν τους
Έλληνες, οι οποίοι αν και μειονεκτούσαν αριθμητικά, κατάφεραν, να
εμποδίσουν την κύκλωσή τους. Έπειτα από μεγάλη πίεση, οι Έλληνες
υποχώρησαν στα ψηλότερα βουνά, σκοτώθηκε ο Ζήσης Καραδήμος και
αιχμαλωτίστηκαν οι υιοί του, Βασίλειος και Δημήτριος, καθώς και άλλοι
σύντροφοί του. Η συνέχεια προκαλεί φρίκη. Η τουρκική εξουσία διέταξε τη
θανάτωσή τους διά απαγχονισμού και τα κεφάλια τους στάλθηκαν στον
μπεϊλερμπέη της Θεσσαλονίκη, για να μεταφερθούν από εκεί στον σουλτάνο.
Τα επόμενα χρόνια οι διενέξεις και οι δολοφονίες μεταξύ των κλεφτών και
των Τούρκων συνεχίστηκαν.
Το 1765 υπήρξε μία οργανωμένη συνεργασία των κλεφτών της Μακεδονίας,
της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, που θεωρείται πρώτη στο είδος
της. Πιο συγκεκριμένα, συνέπραξαν οι καπεταναίοι Σαλαμούρας από τον
Πλαταμώνα, Κόλιος, Λάζος, Κόδρος, Κατσαούνης και Βοζίκης από την
Ελασσώνα, Μίχος Μάρκος και Κώστας από τη περιφέρεια Σερβίων, Τσώμης από
τη Δομοκό, Αστεριάδης, Μπάμπος, Βέχας και Σταμούλης από τα Τρίκαλα,
Μπελίκας και Μπράκος από τη Βέροια, Κοντογιάννης και Δημήτριος
Παπάζογλου από τη Γούρα, Μήτρος από τη περιφέρεια Πατρατζίκ, Ζήθρος και
Τσολάκογλου από τη Λάρισα, οι οποίοι εκστράτευσαν στον Όλυμπο, συνέλαβαν
πολλούς αιχμαλώτους για την απελευθέρωση των οποίων ζήτησαν λίτρα,
φόνευσαν και τραυμάτισαν πολλούς κατοίκους. Η αξία των λίτρων που
ζητούσαν για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, υπολογίζεται στα 16.630
γρόσια. Η επιδρομή αυτή των κλεφτών υπήρξε μία οργανωμένη επίθεση,
ανοίγοντας τον δρόμο για την Επανάσταση του 1821.
Όσο πλησιάζουμε στην περίοδο που εντείνονται οι ρωσο-τουρκικές
διενέξεις, με αποτέλεσμα το πόλεμο μεταξύ Ρώσων και Τούρκων (1768-1774),
γίνεται φανερή η αύξηση του αριθμού των αρματολών και οι επαναστατικές
δράσεις τους. Μια σπουδαία προσωπικότητα στην ιστορία του αρματολισμού
υπήρξε ο Μεγδάνης. Η δράση του χρονολογείται από το 1670 εως το 1710/15.
Δεν άφησε κανένα διάδοχο και μοναδικός του συγγενής ήταν ο
παπα-Χαρίσης, ο οποίος συνέγραψε το «πάνθεον» στη Κοζάνη, χωρίς αυτό να
επικυρώνει τη καταγωγή του Μεγδάνη. Άλλος ένα αξιόλογος αρματολός ήταν ο
περίφημος Μεκεδόνας Ζήδρος, καπετάνιος στο αρματολίκι του Ολύμπου
μεταξύ των ποταμών Σαλαμβριάς και Βίστριτζας. Η δράση του
χρονολογείται τη περίοδο 1720-1770. Υπήρξε μεγάλος εχθρός των Τούρκων
και των Αλβανών, καθώς εμπόδιζε τη πρόσβασή τους από την Ελασσόνα προς
τον Όλυμπο.
Ο Νικοτσαράς, οι Λαζαίοι και το ένοπλο σώμα κλεφτών τους συνέχισαν
τις επιθέσεις στη ξηρά, στο βουνό του Ολύμπου. Οι Τούρκοι στρατιώτες, μη
μπορώντας να υποτάξουν τους αρματολούς, μεσολάβησαν στο βεζίρη των
Ιωαννίνων, προκειμένου να τους αναγνωρίσει τα αρματολίκια τους. Ο
Νικοτσαράς αρνήθηκε, να αναλάβει μόνος του το αρματολίκι και το μοίρασε
σε άλλους αρματολούς, καθώς η νίκη αυτή που πέτυχε, να παραδεχτούν οι
Τούρκοι την αδυναμία τους και να τους δώσουν πίσω τα αρματολίκια τους,
ήταν αποτέλεσμα του συλλογικού αγώνα που κατέλαβαν. Ο θάνατος του
Νικοτσαρά άφησε ανεκπλήρωτο το Μακεδονικό Αγώνα ενάντια στους Τούρκους. Η
συμβολή του στην Επανάσταση του 1821 είναι τεράστια, καθώς λίγα χρόνια
πρίν, αφύπνισε με το επαναστατικό πνεύμα του πολλούς Έλληνες και με τις
μάχες, που κέρδισε, απέδειξε, πως η ελευθερία πλησίαζε και πως ο εχθρός
δεν ειναι ανίκητος.
Στον αγώνα του Νικοτσαρά ενάντια στους Τουρκαλβανούς, αναφέρθηκε και η
συμβολή της οικογένειας των Λαζαίων. Η οικογένεια των Λαζαίων ξεκίνησε
από τον Λάζο, που κατάγονταν από χωριό του Ολύμπου, κατοίκησε στη Μηλιά
του Ολύμπου και υπήρξε καπετάνιος αρματολικίου. Ήταν σύγχρονος του
Ζήδρου και μαζί, κρατούσαν τους Τούρκους μακριά από το αρματολίκι τους.
Πέθανε από φυσικά αίτια περίπου το 1770/80, αφήνοντας τέσσερις γιούς ως
διαδόχους του, τον Γιάννη, το Λιόλιο, το Δήμο και το Κώστα, οι οποίοι
υπήρξαν εξαιρετικοί αγωνιστές. Ως αρχηγό είχαν το Γιάννη, που ήταν και ο
μεγαλύτερος από τους αδελφούς και τους οδήγησε μαζί με άλλους
αρματολούς, σε πολλές νίκες ενάντια στους Τούρκους κατακτητές. Είχε
γραμματική μόρφωση και υπερείχε από άλλους Μακεδόνες αγωνιστές, σε αγάπη
και συνεργασία.
Ο Αλή πασάς δεν συμφωνούσε με την δράση των Λαζαίων αρματολών και
φανέρωσε την αντίθεσή του αυτή, ακόμα και όταν ο Λιόλιος Λάζος
εμφανίστηκε στην αυλή του, έχοντας συμπράξει μαζί του αρματολοί απ’ όλη
τη βόρεια Ελλάδα. Το 1806, οι Λαζαίοι έδωσαν σκληρούς αγώνες
κατά των Αλβανών και αποσύρθηκαν στις Σποράδες μαζί με την οικογένειά
τους, όπου επιδόθηκαν σε πειρατείες. Στην συνέχεια ανέβηκαν στον Όλυμπο,
δίνοντας μάχες ενάντια στους Τούρκους με το Νικοτσαρά και άλλους
αρματολούς. Άλλοι ξακουστοί κλεφταρματολοί της Μακεδονίας ήταν ο
Σιαπέρας, ο Τάτσος, οι Τζαχιλαίοι που ήταν καπετάνιοι του αρματολικίου
της Ραψάνης στον Όλυμπο, ο Τσακνογιάννης και ο Θεοδωράκης. Άλλοι
Ολύμπιοι αρματολοί είναι ο Γιάννης Τσανάκας και ο ανηψιός του Γιάννης, ο
Γιώργος και ο Δήμος Τζαχίλας, ο Παπαγιάννης Βοδαϊτης και τα παιδιά του
Τζέλιος, Νικόλαος, Παναγιώτης και Γιώργης,καθώς και αρκετοί, που δεν
μνημονεύονται.
Η πιο ξακουστή οικογένεια κλεφταρματολών της Θεσσαλίας είναι οι
Μπλαχαβαίοι. Πρώτος της οικογενείας θεωρείται ο γερο-Μπαχλάβας,
αρματολός σύγχρονος του Ζήδρου, που ήκμασε τη δράση του από το 1710/15
εως το 1770/80. Άμεσος στόχος και προτεραιότητά του υπήρξε ο αγώνας, να
μην εισέρχεται Τούρκος στις περιοχές που διοικούσε. Υπήρξε ένας από τους
σκληρότερους και δυναμικότερους αρματολούς της εποχής του και μετά το
θάνατό του, τον διαδέχτηκαν στο αρματολίκι οι δύο υιοί του, ο
παπα-Θύμιος και ο Θεοδωράκης. Ο πρώτος τον Μάρτιο του 1808 έστειλε τον
αδερφό του, Θεοδωράκη και τους στρατιώτες του, να εξαπλωθούν στη
Θεσσαλία και να διώξουν τους Αλβανούς με οποιονδήποτε τρόπο.
Ακόμα μια γνωστή οικογένεια κλεφταρματολών στην Θεσσαλία ήταν οι
Μπουκοβαλαίοι. Πρώτος της οικογενείας είναι ο γερο-Μπουκοβάλας,
καπετάνιος των Αγράφων. Τα Άγραφα θεωρούνταν πολύ σημαντικό μέρος και
ήταν η «καρδιά» της επανάστασης, καθώς ποτέ δε μπόρεσε κανένας Τούρκος,
να καταγράψει κατάλογο με τα ονόματα των κατοίκων της περιοχής. Μετά την
καταστροφή του 1760, κατάφερε να διατηρήσει το αρματολίκι του, εως το
1780, που πέθανε, αφήνοντας διαδόχους στο αρματολίκι τους υιούς του,
Θανάση, Γιαννάκη και Δήμο. Καπετάνιος διορίστηκε ο Θανάσης, με πολύ
σημαντικό ρόλο, καθώς το αρματολίκι ήταν στο κέντρο των ορεινών
αρματολικίων, άρα βρίσκονταν σε κομβικό σημείο το καιρό των
επαναστάσεων. Την περίοδο αυτή, ο Αλή πασάς προσπαθούσε, να υποτάξει
όλους τους κλεφταρματολούς. Στην συγκεκριμένη περιοχή, δεν κατάφερε να
τους υποτάξει, αλλά εμπόδισε τη σύναψη δεσμών με τους αρματολούς της
Ακαρνανίας.
Είναι αδιαφιλονίκητο γεγονός, πως η συμβολή των κλεφταρματολών στην Επανάσταση του 1821 υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική. Από
τη μια πλευρά, οι κλέφτες, οι ασυμβίβαστοι και αδάμαστοι άντρες, που
προτίμησαν την αυτοεξορία στα ελληνικά βουνά, αποτελώντας για τον
υπόδουλο ελληνικό λαό, μια μορφή εκδίκησης στο δυναστικό καθεστώς και
μια ελπίδα, πως η ελευθερία μπορούσε να επιτευχθεί. Από την
άλλη πλευρά, οι αρματολοί, οι γενναίοι άντρες, που προστάτευαν τον
ελληνικό λαό από τις επιδρομές των ληστών και των Τούρκων κατακτητών. Οι
δυο αυτές ένοπλες ομάδες βοήθησαν στην επαγρύπνηση του ελληνικού λαού
και στο ξεσηκωμό του, όταν ήρθε ο καιρός της Επανάστασης και παρά τα
όποια αρνητικά στοιχεία τους, αποτελούν πρότυπο για κάθε λαό, που
υφίσταται τέτοιου είδους τυραννία.
Στις μέρες μας που τα προβλήματα των Ελλήνων δεν διαφέρουν
καθόλου από τα αντίστοιχα που υπήρχαν την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι
Χρυσαυγίτες σαν άλλοι κλέφτες και αρματολοί δίνουν τον Αγώνα τους
ενάντια στους εγχώριους και ξένους δυνάστες Απέναντι σε ένα σύστημα που έχει οδηγήσει
σε οικονομική ανέχεια τον ελληνικό λαό, του έχει απαγορεύσει να είναι
περήφανος για την καταγωγή και για τους ένδοξους προγόνους του που
έδωσαν το αίμα τους για την ανεξαρτησία μας, που ανοίγει τζαμιά για να
προσεύχονται οι παράνομοι μετανάστες, οι οποίοι δεν δείχνουν τον
ελάχιστο σεβασμό προς τον πολιτισμό και την ιστορία μας, στέκονται οι
Έλληνες εθνικιστές, αποτελώντας την μοναδική φωνή αντίστασης και
επαγρύπνησης του ελληνικού λαού.
Εύα Σοφιανού, Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου