Σε αυτήν την εσχατιά της χερσονήσου του Αίμου, την άγρια και παράξενη περιοχή, στο νοτιότερο άκρο τής Ευρώπης, βρίσκονται σκορπισμένα κάστρα και φρούρια, που σε πολλά η ιστορία τους χάνεται στα βάθη των χιλιετιών. Ένα τέτοιο κάστρο είναι και ο Πασσαβάς που χτίστηκε πάνω στη δωρική ακρόπολη «Λας», την οποία, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ίδρυσαν άνθρωποι που δημιουργήθηκαν από τους λίθους που έριχναν ο Δευκαλίων και η Πύρρα, μετά τον ομώνυμο κατακλυσμό. Στη δωρική Διάλεκτο «Λας» ή «Λάας» σημαίνει λίθος, εξ ου και οι σημερινές λέξεις: «λατομείο», «λατύπη», κατά πολλούς ακόμη και η λέξη «Ελλάς». Αυτή η μικρή παρένθεση αφιερωμένη στον κ. Γαβρόγλου που αφαιρεί τα αρχαία από την εκπαίδευση για να «δηλητηριάζει» τη νεολαία μας με μαθήματα για τις έμφυλες ταυτότητες και άλλα δήθεν «προοδευτικά».
Το μεσαιωνικό λοιπόν κάστρο του Πασσαβά, χτίστηκε από τον Γάλλο ιππότη Jean de Neilly το 1254 και αποτέλεσε έδρα μίας από τις δώδεκα βαρωνίες του πριγκιπάτου του Μορέως. Το κάστρο όμορφο κι επιβλητικό ακόμη και σήμερα, προβάλλει στημένο σαν φύλακας της κλεισούρας και της στράτας πού οδηγεί στην Αρεόπολη και την Δυτική Μάνη, μόνη διάβαση για τις προς την δύση περιοχές του Κελεφά και του Οίτυλου. Μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα χρησίμευε ως έδρα των εκάστοτε κατακτητών για να προφυλάσσουν τις εύφορες πεδιάδες της Λακωνίας από τους πάντα αρειμάνιους και πάντα ελεύθερους Μανιάτες. Άλλαξε πολλές φορές Κυρίους. Από το 1262, μέχρι το 1481 το κατείχαν οι Βυζαντινοί, μετά το κατέκτησαν οι Τούρκοι, σύντομα και για 200 χρόνια τους αντικατέστησαν οι Βενετοί και αυτούς πάλι οι Τούρκοι το 1715, οι Μανιάτες το καταλαμβάνουν, για μικρό χρονικό διάστημα, κατά τα Ορλωφικά (1770), με τους Μανιάτες να γίνονται οριστικοί κύριοι του Κάστρου δέκα χρόνια αργότερα. Για αυτή την τελευταία, δια ορμητικής εφόδου άλωση, θα αναφερθούμε λίγο διεξοδικότερα, ώστε να αποτελέσει ένα ευεργετικό ταρακούνημα αφύπνισης από τον λήθαργο της καθημερινότητας του μαζανθρώπου.
Μετά τα Ορλωφικά οι Μανιάτες ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν, όσο κι αν ήταν ακαταμάχητο το κάστρο του Πασσαβά και τ’ άλλα κάστρα που οι κατακτητές είχαν φτιάξει για να φρουρούν την Μάνη. Οι σουλτάνοι έκριναν καλό (φυσικά για το συμφέρον τους και όχι από καλοσύνη), να τούς παραχωρήσουν αυτονομία. Οι Μανιάτες θα διοικούνταν μόνοι τους και θα είχαν δικό τους ηγεμόνα. Και όμως σε λίγο οι Μανιάτες ξεσηκώθηκαν πάλι. Ήταν τότε πού οι Τούρκοι εξόντωσαν τούς αρχηγούς κλεφτών Βενετσανάκη και Κων. Κολοκοτρώνη και η Μάνη ήταν αναστατωμένη. Στην πάντα ελεύθερη Μάνη, έβρισκε καταφύγιο κάθε κλέφτης και αντάρτης κατά του Σουλτάνου. Τότε ό Σουλτάνος για να τακτοποιήσει μια για πάντα το ζήτημα της Μάνης, αναζήτησε έναν «κατάλληλο συνεργάτη», στον οποίο θα διοχέτευε ότι ήθελε και θα αναλάμβανε εκείνος να κανονίζει ότι χρειαζόταν να γίνει για να κρατιέται πια στο μέλλον ή Μάνη «σε τάξη». (Σας παρακαλώ μην κάνετε συνειρμούς και πάει το μυαλό σας ότι αναζητούσαν έναν «Τσίπρα» ή έναν «Κούλη» της τότε εποχής).
Δεν χρειάστηκαν οι Τούρκοι να σκεφτούν πολύ για να βρουν τα πρόσωπο πού θα έπρεπε να χρίσουν «Μπέη». Ό άνθρωπος πού σέβονταν, πού εκτιμούσαν και άκουγαν όλοι οι Μανιάτες, ήταν ό άρχοντας Έξαρχος Γρηγοράκης. Όμως ό Γρηγοράκης δεν φαινόταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τον Σουλτάνο. Του κάκου του μιλούσαν και τον πίεσαν οι Τούρκοι να τον κάνουν Μπέη. Έμενε ανένδοτος. Τότε οι Τούρκοι σκέφτηκαν με μπαμπεσιά να τον απομακρύνουν από την Μάνη και μακριά από την χώρα και την δύναμη του, να τον τρομοκρατήσουν. Τον κάλεσαν λοιπόν στην Τρίπολη, όπου για άλλη μια φορά απέρριψε τις αντεθνικές τους προτάσεις. Τότε οι Τούρκοι πέταξαν την μάσκα κι άρχισαν να τον βασανίζουν. Όταν είδαν ότι ό Γρηγοράκης συνέχιζε την άρνηση του με πείσμα, δεν δίστασαν, έπειτα από αφάνταστα βασανιστήρια, να τον κρεμάσουν. Πίστευαν ότι θα τρομοκρατούσαν τούς Μανιάτες.
Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα του 1750, οι Μανιάτες έφθαναν στ' αρχοντικό του Γρηγοράκη με κόκκινα αυγά και κουλούρια, σύμφωνα με τα έθιμα τού τόπου, να τα προσφέρουν στην οικοδέσποινα μάνα. Εκεί αντίκρισαν την γερόντισσα με μάτια στεγνά μα άγρια κι αποφασιστικά, πού φώναξε με πάθος, δείχνοντας τα προσφερόμενα δώρα: «Αυτά όχι!» Γυρίζοντας δε προς τις γυναίκες του πύργου, που γνωρίζοντας για την δολοφονία του Γρηγοράκη, είχαν αρχίσει να μοιρολογούνε, φώναξε: «Όχι λόγια!» και δείχνοντας προς το κάστρο συνέχισε: «Εκεί να με γδικηώστε!». Με την αρειμάνια κραυγή γδικηώστε έστειλαν αγγελιοφόρους και ξεσήκωσαν όλα τα χωριά. Το αίμα και όχι η λογική, τους θύμιζε το Χρέος τους απέναντι στη φυλή. Κρατώντας μπροστά τους σταυρούς από τις εκκλησίες βάδισαν προς τον Πασσαβά, τον οποίο κατέλαβαν, την Δευτέρα του Πάσχα, με ορμητική έφοδο και έσφαξαν όλους τους Τούρκους που ήταν μέσα. Συνέχισαν μάλιστα ελευθερώνοντας τις εύφορες κοιλάδες του Πασσαβά και του Μαυροβουνίου, τις οποίες και κράτησαν μέχρι την οριστική απελευθέρωση της Πατρίδος μας το 1821.
Σαν μανιάτισσα και εγώ σας προτρέπω: Όχι λόγια! Με τον αγώνα και την ψήφο σας, γδικηώστε όλον αυτό τον συρφετό των απάτριδων που κυβερνά την χώρα μας τα τελευταία σαράντα πέντε χρόνια. Γδικηώστε όλους αυτούς τους ψεύτες και απατεώνες που σας κλέβουν την ψήφο και το χαμόγελο. Γδικηώστε όλους αυτούς που έχουν διαπράξει προδοσίες (με κορυφαία την προδοσία της Μακεδονίας μας). Γδικηώστε όλους αυτούς που έχουν προσβάλλει βάναυσα τα ήθη και την Πίστη σας (με σύμφωνα συμβίωσης, τζαμί στην Αθήνα κλπ), ). Γδικηώστε όλους αυτούς που έχουν γεμίσει την Ελλάδα λαθρομετανάστες, με τα κάθε λογής κακοποιά στοιχεία Ασίας και Αφρικής να οργιάζουν στην χώρα μας.
Ακούστε το αίμα σας, σκεφτείτε το μέλλον των παιδιών σας, μην μένετε απαθείς, αγωνιστείτε για να ανήκει πάλι η Ελλάδα στους Έλληνες. Ζήτω η Ελληνική Εθνική Αντεπίθεση!
Ρίκα Θωμάκου, Υποψήφια με την "Ελληνική Αυγή για την Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου