Ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε γύρω στα 1788 στην επαρχία Παρνασσίδος, στη Ρούμελη. Τόπος καταγωγής του σύμφωνα με την παράδοση είναι το χωριό Άνω Μουσουνίτσα της Παρνασσίδος, τον διεκδικεί όμως και το χωριό Αρτοτίνα της Δωρίδος. Σύμφωνα πάλι με τις παλιές παραδόσεις της περιοχής, ο παππούς του ήταν Κλέφτης στο σώμα του οπλαρχηγού Κωνσταντάρα και το όνομά του ήταν Θανάσης Γραμματικός. Σαν παιδί ήταν όμορφος, φιλομαθής και σεμνός. Από την οικογένειά του προοριζόταν να ακολουθήσει το δρόμο της ιεροσύνης. Αρχικά έγινε καλογεροπαίδι και στα 1805, δεκαεπτά χρονών πια, χειροτονήθηκε διάκος στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου της Αρτοτίνας.
Το πώς έγινε Κλέφτης δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Κατέληξε Κλέφτης στο σώμα του καπετάν-Καλόγερου με οπλαρχηγούς τον Σκαλτσά και τον Γούλα. Εκεί έδειξε περίσσια αντρειοσύνη και φάνηκαν οι αρετές του, τόσο στην παλικαριά όσο και στο νου. Γρήγορα ξεχώρισε, έγινε πρωτοπαλίκαρο, και δεν άργησε να συγκροτήσει δικό του κλέφτικο σώμα.
Στα 1816 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος διορίστηκε από τον Αλή Πασά στου οποίου ήταν τη δούλεψη, Δερβέναγας στην Ανατολική Ελλάδα με την εντολή να εξοντώσει τους ανυπότακτους Κλέφτες. Ο Οδυσσέας δεν χάλασε τον Διάκο αλλά αφού ήρθε σε συνεννόηση μαζί του τον παρουσίασε στον ίδιο τον Αλή Πασά, πείθοντάς τον ότι τέτοια παλικάριά σαν αυτή που είχε ο Διάκος θα του ήταν χρήσιμη. Έτσι λοιπόν για ένα διάστημα βρίσκουμε τον Αθανάσιο Διάκο Τσοχαντάρη στη φρουρά του Αλή Πασά, θητεύοντας κι αυτός στο άτυπο στρατιωτικό σχολείο του Αλή όπως τόσοι και τόσοι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821.
Το περιβάλλον της φρουράς του Αλή ήταν για τον Διάκο ασφυκτικό. Έτσι, σύμφωνα με την επιθυμία του έφυγε μαζί με τον Ανδρούτσο στο Δερβενελίκι της Ανατολικής Ελλάδος με έδρα την Λειβαδιά. Ήταν δραστήριος και σαν πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα τον αντικαθιστούσε πολλές φορές στην αρχηγία του αρματωλίτικου σώματος. Διέφερε ουσιαστικά με τον Οδυσσέα με τον οποίο δεν άργησε να έρθει σε ρήξη. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, βίαιος και πολεμοχαρής δημιουργούσε εύκολα έχθρες και αντιπάθειες, ενώ ο Διάκος διακρίνονταν για τα αισθήματα δικαιοσύνης και αντίθετα με τον Οδυσσέα για τις ήπιες τιμωρίες που επέβαλε στα διάφορα αδικήματα. Έτσι λοιπόν έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στον τοπικό πληθυσμό τόσο στους Έλληνες όσο και στους κατακτητές Τούρκους.
Στα 1819 ήρθαν σε ρήξη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο γιατί ο Διάκος διαφωνούσε μα τις απάνθρωπες τιμωρίες που επέβαλε ο Ανδρούτσος και δεν άργησαν να φτάσουν σε βίαιο καβγά. Ο Ανδρούτσος έβγαλε την πιστόλα να σκοτώσει τον Διάκο και ο Διάκος το σπαθί του από το θηκάρι. Στη μέση έπεσαν δύο σύντροφοι για να τους χωρίσουν. Ο Διάκος αποχώρησε από το σώμα του Ανδρούτσου και τον ακολούθησαν τα πιο πολλά πρωτοπαλίκαρα και οι καπεταναίοι. Ο Οδυσσέας έμεινε με τέσσερα παλικάρια και ξαναγύρισε στα Γιάννενα. Ξαναγύρισε στη Ρούμελη όταν άρχισε πια ο Αγώνας.
Ο Αθανάσιος Διάκος με τους δικούς του πήγε στη Λειβαδιά όπου σύσσωμοι οι άρχοντες της περιοχής τον ανεκήρυξαν Καπετάνιο. Για να ακολουθήσει ο επίσημος διορισμός του από τον Τούρκο Βοεβόδα της Λειβαδιάς Καρά-Ισμαήλ ως Αρματωλού της περιοχής. Ο Διάκος λοιπόν έγινε «Αρχηγός των αρμάτων της Λειβαδιάς», έχοντας δική του σφραγίδα με το δικέφαλο αετό και με τα γράμματα «Ο.Θ.Ν.Κ.» δηλαδή «Ο Θεός Νικά».
Εν τω μεταξύ από τα 1818 τόσο ο Διάκος όσο και ο Ανδρούτσος είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία.
Ο Ξεσηκωμός
Όταν τον Ιανουάριο του 1821 ο Βοεβόδας της Λειβαδιάς παρατήρησε την ασυνήθιστη κίνηση προσώπων αλλά και την ιδιαίτερη φιλοξενία του κατηχητή της Φιλικής Εταιρείας Αθανάσιου Ζαρίφη από τον τοπικό άρχοντα Γιάννη Λογοθέτη, ζήτησε την άδεια από τον ανώτερό του Γιουσούφ Πασά που βρισκόταν μαζί με τους σουλτανικούς στην πολιορκία κατά του Αλή, να συλλάβει και να θανατώσει τους προκρίτους της Λειβαδιάς για τις στασιαστικές τους ενέργειες.
Οι πρόκριτοι πληροφορήθηκαν τις προθέσεις του Καρά-Ισμαήλ και δωροδοκώντας τον ίδιο τον Γιουσούφ Πασά αλλά και τον Δράμαλη, όχι μόνο έσωσαν τη ζωή τους αλλά και πέτυχαν την αντικατάσταση του Καρά-Ισμαήλ από τον Χασάν Αγά.
Όταν το Μάρτιο του 1821 η μυρωδιά του μπαρουτιού από τον Μωρηά έφτασε και στη Λειβαδιά, οι πρόκριτοι και οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, κάνανε σύσκεψη για να αποφασίσουν τα μελλούμενα. Ο Διάκος, ανυπόμονος και ενθουσιώδης, πρότεινε τον άμεσο ξεσηκωμό. Να χτυπήσουν δηλαδή τους Τούρκους άμεσα. Οι πρόκριτοι όμως, διστακτικοί λόγω κοινωνικής και οικονομικής θέσεως, πρότειναν περίσκεψη και απεφάσισαν να στείλουν τον Καπετάνιο Βασίλη Μπούσγο στην Πάτρα για να συναντήσει τον Έλληνα Πρόξενο της Ρωσίας Γιάννη Βλασσόπουλο, προκειμένου να πάρει πλήρεις πληροφορίες και οδηγίες.
Ο Μπούσγος ξεκίνησε στις 24 Μαρτίου και τα νέα για τον ξεσηκωμό του Μωρηά τον βρήκαν στο Γαλαξίδι. Δεν έχασε χρόνο. Γύρισε αμέσως πίσω, αφού πρώτα ξεσήκωσε τους Αραχωβίτες και κατά την διανυκτέρευσή του σε ένα χάνι σκότωσε δύο Τούρκους, εκ των οποίων ο ένας είχε την ιδιότητα του Ταχυδρόμου. Στη νέα σύσκεψη που ακολούθησε, η απόφαση ήταν να δώσουν και οι Ρουμελιώτες της Λειβαδιάς άμεσα το παρών στον αγώνα της ελευθερίας.
Όταν ο νέος Βοεβόδας Χασάν Αγάς πληροφορήθηκε ότι ο Μπούσγος σκότωσε δύο Τούρκους, κάλεσε τους προκρίτους και μαζί τους πήγε και ο Διάκος. Εκεί φάνηκε η ευστροφία, το μυαλό του Διάκου. Γιατί για έναν ηγέτη δεν αρκεί μόνο η αντρειοσύνη και η γενναιότητα. Χρειάζεται και το μυαλό. Εκεί λοιπόν φάνηκε ότι ο Διάκος είχε το μυαλό του πολυμήχανου Οδυσσέα. Όχι μόνο αρνήθηκε ότι ο Μπούσγος πραγματικά σκότωσε Τούρκους, αλλά προσποιήθηκε ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βγήκε στο Μωρηά με δέκα χιλιάδες δικούς του ζορμπάδες και ρημάζει τον τόπο και ότι στις προθέσεις του είναι να έρθει κατά πάνω και αλίμονο τότε σε Έλληνες και Τούρκους. Του ζήτησε λοιπόν να του υπογράψει μπουγιουρντί, άδεια δηλαδή, να συγκεντρώσει όσους περισσότερους αρματωμένους μπορεί για να αποκρούσει την ενδεχόμενη έλευση του Ανδρούτσου στη Ρούμελη.
Ο Διάκος λοιπόν με λυμένα τα χέρια και χωρίς τις χρονοβόρες προφυλάξεις της Φιλικής, κατάφερε γρήγορα γρήγορα να στρατολογήσει πολλούς μέχρι τώρα ραγιάδες και από δω και πέρα ελεύθερους επαναστάτες. Ακολούθησε συγκέντρωση στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά όπου ο τοπικός Επίσκοπος ο Σαλώνων Ησαΐας ευλόγησε τα όπλα και κήρυξε την Επανάσταση.
Οι ένοπλοι ξεκίνησαν κατά της Λειβαδιάς περνώντας από το Δίστομο όπου ο Διάκος αιχμαλώτισε τον αδερφό του Βοεβόδα που ήταν εκεί τοπικός αστυνόμος, για να τον ανταλλάξει με δύο προκρίτους που είχε συλλάβει ο Χασάν Αγάς. Η πολιορκία του κάστρου της Λειβαδιάς κράτησε τρεις ημέρες και την 1η Απριλίου 1821 σαν ψέματα μετά από αιώνων δουλεία, η σημαία με το σταυρό κυμάτιζε στην ελεύθερη πια Λειβαδιά. Ο Διάκος εκφώνησε λόγο προς το λαό από το μπαλκόνι της Μητρόπολης.
Η Αλαμάνα
Ο ξεσηκωμός θορύβησε τον Σουλτάνο που ο κύριος όγκος των στρατευμάτων του ήταν απησχολημένος στην πολιορκία του αποστάτη Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Διέταξε λοιπόν ένα μεγάλο ασκέρι με δύο Πασάδες, τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, να κατέβουν και να χτυπήσουν την Επανάσταση.
Οι Έλληνες με τον Διάκο έπιασαν την Αλαμάνα με δύναμη πεντακόσια μονάχα παλικάρια που είχαν να αντιμετωπίσουν ένα ασκέρι οκτώ χιλιάδων ενόπλων Μουσουλμάνων.
Η Αλαμάνα, νότια της Λαμίας, στην περιοχή των Θερμοπυλών, ξαναέζησε τις μοναδικές στιγμές της αρχαιότητας με τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα και τους Τριακοσίους του. Οι άλλοι οπλαρχηγοί που είχαν πιάσει διάφορες θέσεις περί τον Διάκο και την Αλαμάνα δεν μπόρεσαν να κρατήσουν και ο Διάκος δέχτηκε όλο το βάρος της επιθέσεως. Αλλά και οι πιο πολλοί από τους δικούς του στρατιώτες, δεν άντεξαν και σκόρπισαν. Όλοι κι όλοι έμειναν σαράντα οκτώ.
Ο Διάκος παρά τις εκκλήσεις του οπλαρχηγού Μπούσγου να αφήσει τη θέση προκειμένου να σωθεί, συνέχισε να αγωνίζεται. Κατά τη διάρκεια της μάχης, έπεσε ηρωικά ο αδερφός του Διάκου, Μήτρος, που λεγόταν Μασαβέτας επειδή είχε υιοθετηθεί από κάποιον ονόματι Μασαβέτα. Βάζοντας για ταμπούρι το σώμα του νεκρού του αδερφού, συνέχισε να πολεμάει. Εν τω μεταξύ, πληγώθηκε βαριά στο δεξί του ώμο. Έπιασε το σπαθί με το αριστερό και συνέχισε λυσσασμένα να αντιστέκεται. Τον έπιασαν μόνο τότε, όταν το σπαθί του θα σπάσει κι αυτό, και θα το κρατάει ίσα με μια σπιθαμή στο αριστερό του χέρι. Αιματοβαμμένος ο Διάκος, έβγαινε λες από την κόλαση, και συνελήφθη ζωντανός από τους εκστασιασμένους από το θέαμα πολιορκητές του.
Τον οδήγησαν αμέσως στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη. «Εσύ είσαι ο Διάκος;», τον ερώτησε ο Βρυώνης. Αντρίκεια και δυνατά του απάντησε ο Διάκος: «Εγώ!». «Και πώς σε πιάσαν ζωντανό;», τον ξαναρώτησε ο Ομέρ Βρυώνης. Η απάντηση του νέου Λεωνίδα ήταν: «Αν ήξερα ότι δεν θα σκοτωνόμουν, θα κρατούσα ένα φυσέκι και για τον εαυτό μου». Εν τω μεταξύ στη σκηνή κατέφθασε και ο δεύτερος Πασάς, ο Κιοσέ Μεχμέτ, που πρότεινε στο Διάκο να ενταχθεί στο Τουρκικό ασκέρι. «Ούτε σε δουλεύω, ούτε σε ωφελώ αν σε δουλέψω», απάντησε ο Διάκος. Και στις απειλές του Μεχμέτ ότι θα τον θανατώσει, ο Διάκος του είπε: « Η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους για να εκδικηθούν το θάνατό μου. Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!». Ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ, θαυμάζοντας την παλικαριά του Διάκου, προς στιγμήν αποφάσισαν να μην τον σκοτώσουν, και να τον κρατήσουν αιχμάλωτο για να τον ανταλλάξουν στο μέλλον με δικούς τους αιχμαλώτους. Μετά όμως από τις εκκλήσεις Τούρκων της Λαμίας και ιδιαίτερα του Χαλίλ Μπέη που επεσήμανε στον Κιοσέ Μεχμέτ πόσο επικίνδυνος θα ήταν ο Διάκος αν ζούσε, αποφασίστηκε να τον σκοτώσουν με παραδειγματικό, -απάνθρωπο-, τρόπο. Στις 24 Απριλίου τον οδήγησαν στη Λαμία, δίνοντάς του να κρατήσει μία μεγάλη ξύλινη σούβλα. Ο Διάκος την Πέταξε κι απευθύνθηκε στην φρουρά που τον συνόδευε και η οποία απετελείτο από Μουσουλμάνους Αρβανίτες, λέγοντάς τους : «Δε βρίσκεται από σας εδώ κανένα παλικάρι να με σκοτώσει με την πιστόλα του και να με γλιτώσει απ’ τους χαλντούπηδες;».
Οι Τούρκοι τον σούβλισαν ζωντανό στη Λαμία και σύμφωνα με την παράδοση λίγο πριν πεθάνει αυτοσχεδίασε το δίστιχο : «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι».
Ο Άγιος της Επανάστασης
Ο Διάκος με την ηρωική του αντίσταση στην Αλαμάνα αλλά και με το μαρτυρικό του τέλος, αγιοποιήθηκε όχι μόνο στη συνείδηση των τότε επαναστατημένων Ελλήνων αλά και των κατοπινών συμπατριωτών του και μη. Το τέλος του και η μάχη της Αλαμάνας απετέλεσε πηγή έμπνευσης για την τέχνη, και ο Διάκος αποθανατίστηκε από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Η αγία μορφή του ζωγραφίστηκε από τον Θεόφιλο, από τον Πήτερ Φον Ες, και το τέλος του ιστορήθηκε από μεγάλους λογοτέχνες και ποιητές όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.
Η επίσημη Εκκλησία, δεκαεννέα και πλέον δεκαετίες μετά το μαρτυρικό του τέλος, δεν έχει προχωρήσει ακόμα στην αγιοποίηση του. Αυτό όμως δεν αποτελεί εμπόδιο για τους πιστούς της λαϊκής Ορθόδοξης Ελληνικής θρησκείας να θεωρούν τον Διάκο σαν Άγιο που τη μνήμη του ευλαβικά θα πρέπει να τιμούν κάθε 24 Απριλίου. Σε όλους αυτούς αφιερώνεται η μοναδική απεικόνιση του Αθανασίου Διάκου από τον μεγάλο Φώτη Κόντογλου που κοσμεί το παρόν άρθρο, αφιέρωμα στον μεγάλο Ήρωα και Άγιο της Ελληνικής Επανάστασης.
Χρήστος Παππάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου