Ο Οδυσσέας περνά μέσα σε μεγάλη φτώχεια τα παιδικά του χρόνια, στο νησί της Ιθάκης. Αιτία η παράδοση του πατρός του στους Τούρκους από τους Βενετούς, στα 1793 και η δολοφονία του. Το 1806, ο Αλή Πασάς ζητά και παίρνει στην αυλή του τον νεαρό Οδυσσέα, καθώς τον συνέδεε φιλία με τον πατέρα του. Εκεί ο Οδυσσέας θα λάβει εξαιρετική μόρφωση, θα φοιτήσει στη στρατιωτική σχολή, ενώ μαθαίνει να μιλά τα ιταλικά και τα αρβανίτικα. Σε ηλικία 15 ετών, τοποθετείται στη φρουρά του Αλή Πασά και λίαν συντόμως οι ικανότητές του τον καθιστούν αρχηγό της. Το έτος 1818, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος μυείται στη Φιλική Εταιρεία και ένα χρόνο αργότερα, διορίζεται δερβέναγας της ανατολικής Στερεάς. Ως ανταμοιβή των υπηρεσιών του στις μάχες του Βερατίου, του Αργυροκάστρου και του Γαρδικίου, ο Αλή Πασάς του αναθέτει την οπλαρχηγία της Λιβαδειάς και του χαρίζει ως μνηστή την Ελένη, κόρη του έυπορου Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων.
Το 1820 επέρχεται η ρήξη του Αλή Πασά με την Υψηλή Πύλη, γεγονός το οποίο υποχρεώνει τον Οδυσσέα να αφήσει την Λιβαδειά, αφού προηγουμένως έχει μυήσει στους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας το πρωτοπαλίκαρό του, τον Αθανάσιο Διάκο, τον οποίο και ορίζει αντικαταστάτη του. Καταφεύγει στην Αράχωβα, όπου επιχειρεί μαζί με άλλους Έλληνες(κοινό στοιχείο των οποίων υπήρξε το πέρασμά τους από την αυλή του Αλή Πασά) να οργανώσει την ελληνοαλβανική συμμαχία σύμφωνα με το σχεδιασμό της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα όμως αποτυγχάνει και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος μεταβαίνει στην Λευκάδα. Στις αρχές του 1821 θα συναντηθεί στη Λευκάδα με οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος, μεταξύ αυτών και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, προκειμένου να συζητήσουν τα της επικείμενης Επαναστάσεως στη Στερεά. Ο Αγώνας της ανατολικής Στερεάς Ελλάδος ανατίθεται στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά.
Πρώτη ενέργεια του Ανδρούτσου ήταν η επίθεση σε χρηματαποστολή, την οποία συνόδευαν 60 Τούρκοι, υπό τον δερβέναγα Χασάν Μπέη Γκέκα. Εξοντώνει τον εχθρό και αφήνει άθικτα τα χρήματα, στέλνοντας το μήνυμα στους Οθωμανούς πως δε πρόκειται για μια από τις κοινές ληστείες του παρελθόντος, αλλά για επαναστατική πράξη. Στις 22 Μαρτίου στέλνει επιστολή προς τους Έλληνες του Γαλαξιδίου: «Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου», αναφέρει και τους καλεί να πάρουν κι εκείνοι τα όπλα. Στις 8 Μαΐου του 1821, ο Ανδρούτσος επικεφαλής ενός σώματος 118 ανδρών, γράφει χρυσές σελίδες δόξας της Ελληνικής Ιστορίας στο Χάνι της Γραβιάς. Αντιμετωπίζει νικηφόρα και συντρίβει, 8000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη, παίρνοντας εκδίκηση για το μαρτυρικό θάνατο του φίλου του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα.
Η δημοτική παράδοση του Λαού μας, αφιερώνει στον θριαμβευτή οπλαρχηγό της Γραβιάς το τραγούδι: «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα». Την 27η Αυγούστου 1822, η Γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει την διοίκηση της Αθήνας, στην οποία εισέρχεται με 300 επαναστάτες και τους Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ιωάννη Γκούρα, Ιωάννη Μαμούρη και τον Κατσικογιάννη. Ο λαός των Αθηνών επιφυλάσσει αποθεωτική υποδοχή στον Ανδρούτσο και τους άνδρες του. Ο ίδιος όμως, αηδιασμένος από τις πολιτικές σκοπιμότητες οι οποίες απειλούν την έκβαση της Επαναστάσεως, έρχεται σε σύγκρουση με τους «καλαμαράδες», τους πολιτικούς. Εκείνος ο οποίος τον εχθρεύεται περισσότερο από κάθε άλλο, είναι ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος μάλιστα, τον κατηγορεί για συνεργασία με τον εχθρό.
Απογοητευμένος ο Ανδρούτσος από την αντιμετώπιση της οποίας τυγχάνει, αποσύρεται στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, ψηλά στον Παρνασσό. Κατηγορεί τους πολιτικούς πως τον παραγκωνίζουν σκοπίμως και δε του χορηγούν τα απαραίτητα εφόδια για τη συνέχιση του Αγώνος στη Στερεά, την ίδια περίοδο που ο εμφύλιος μαίνεται στην Πελοπόννησο, ενώ οι Τούρκοι απειλούν πλέον να καταπνίξουν την Επανάσταση στη Στερεά. Η σύλληψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από τους «καλαμαράδες», εξοργίζει τόσο τον Ανδρούτσο, ώστε να φθάσει στο σημείο να ενωθεί με τους Τούρκους, με αντάλλαγμα την αρχηγία της Εύβοιας, του Ταλαντίου, της Λιβαδειάς και της Θήβας, προκειμένου να τρομάξει τους πολιτικούς του εχθρούς.
Η κυβέρνηση, στις 20 Φεβρουαρίου 1825, στέλνει στη Στερεά τον Γιάννη Γκούρα, πρώην πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, παρέχοντάς του 140.000 γρόσια. Ο Γκούρας βαδίζει με τους άνδρες του προς τη Λιβαδειά και υποχρεώνει τον Ανδρούτσο και 400 Τούρκους να υποχωρήσουν στις Λιβανάτες. Μεταξύ 27 Μαρτίου και 7 Απριλίου, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατόπιν συνεννοήσεων, εγκαταλείπει τους Τούρκους και παραδίνεται στον Γκούρα. Ο τελευταίος τον στέλνει στην Αθήνα, όπου κλείνεται σε φυλακή, ευρισκόμενη στα προπύλαια της Ακρόπολης, στο κάτω μέρος του υψηλού πύργου.
Στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά όπου στρατοπεδεύει ο Γκούρας, θα συναντηθεί με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη -προσωπικό φίλο του Ανδρούτσου- και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης αντιδρά έντονα στην είδηση της σύλληψης και φυλάκισης του Ανδρούτσου και έρχεται σε ευθεία ρήξη με τον Γκούρα. Επιχειρεί να κινηθεί για την απελευθέρωσή του, ο Γκούρας όμως οχυρώνεται καλά και αποτρέπει την επίτευξη του σχεδίου του Καραϊσκάκη. Η Διευθυντική Επιτροπή της ανατολικής Στερεάς Ελλάδος, διακρίνοντας την έντονη αντιπαράθεση στο εσωτερικό των επαναστατών, επιχειρεί να εξομαλύνει την κατάσταση μέσω επιστολής προς την έδρα της διοικήσεως, ζητώντας τη μετάθεση του Γκούρα στην Αθήνα και τον κατευνασμό του Καραϊσκάκη.
Δυστυχώς όμως, το μίσος έχει θολώσει την ορθή κρίση των πρώην συντρόφων στο πεδίο της μάχης ενάντια στον Τούρκο δυνάστη. Μετά τα μεσάνυχτα της 5ης Ιουνίου κι ενώ ο Ανδρούτσος αναμένει τη δίκη του, κατ’ εντολή του Ιωάννη Γκούρα, ο Μαμούρης, ο Παπακώστας Τζαμάλας, ο Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ένας ακόμη, απομακρύνουν τον δεσμοφύλακα του Ανδρούτσου και εισέρχονται στο κελί του.
Ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και κατόπιν δένουν το άψυχο κορμί του με σχοινί, το κρεμούν και ακολούθως το πετούν από τον πύργο στο λιθόστρωτο του ναού της απτέρου Νίκης, διαδίδοντας πως ο νεκρός επιχείρησε να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί κόπηκε με συνέπεια τον θανάσιμο τραυματισμό του.
Οι αρχές, συνένοχες του Γκούρα στη δολοφονία του Ήρωος, αποκρύπτουν την πραγματικότητα από το Λαό, χρησιμοποιώντας μια αναληθή ιατροδικαστική έκθεση η οποία αποδίδει το θάνατο σε ατύχημα. Μόλις δεκατρείς μέρες μετά την άγρια δολοφονία του Ανδρούτσου, οι «καλαμαράδες» χορηγούν γενική αμνηστία σε όλους τους φυλακισμένους, καθώς οι Κιουταχής και Ιμπραήμ, απειλούσαν να πνίξουν στο αίμα την Επανάσταση και το Λαό μας.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ανήκει σε ένα πλήθος μπαρουτοκαπνισμένων Αγωνιστών, οι οποίοι έδωσαν στο πεδίο της μάχης τον Αγώνα τους για την Ελευθερία της Πατρίδος, εντούτοις, έπεσαν θύματα της μεγαλομανίας, του φθόνου και του μίσους των πολιτικάντηδων της εποχής. Ουκ ολίγοι καπεταναίοι του Αγώνα, άνδρες των οποίων η Θέληση, η Πίστη και η Ανδρεία αγαπήθηκαν από το Λαό μας, έτυχαν της αισχρής μεταχείρισης του ψευτορωμαίικου. Εξ’ όλων αυτών, το μαρτυρικότερο τέλος είχε ο Ήρωας Οδυσσέας Ανδρούτσος, μπρος στον οποίο εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές κλίνουμε ευλαβικά τις Σημαίες μας, αναφωνώντας με στεντόρεια φωνή που αντηχεί μέχρι τα Ηλύσια Πεδία:
Οδυσσέας Ανδρούτσος, Αθάνατος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου