Σαν σήμερα 26 Ιουλίου 1952: Πεθαίνοντας για την Ελλάδα στις φυλακές του Ενβέρ Χότζα
Αμέτρητοι οι ποταμοί αίματος από συμπατριώτες μας, οι οποίοι έθρεψαν το δένδρο του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού. Ένας
από τους αναρίθμητους Βορειοηπειρώτες εθνομάρτυρες ήταν και ο Φίλιππος
Παπαθανασίου, ο οποίος πέθανε στις φυλακές του Μπουρελίου,
καταδικασμένος σε ισόβια ως «πράκτορας της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας και
του Ελληνικού ιμπεριαλισμού». Γεννήθηκε στο χωριό Καλύβια Σιούση
(σήμερα Ραχούλα) το 1921 και ήταν μέλος μιας φτωχής, αλλά διανοούμενης
οικογένειας, όπου ο παππούς του ήταν ιερέας και ο πατέρας του δάσκαλος.
Ήταν αριστούχος μαθητής, με μεγάλη κλίση στα φυσικομαθηματικά. Σαν
εκπρόσωπος των τελειόφοιτων των γυμνασίων της Ελλάδας κατέκτησε την
πρώτη θέση στις πανελλήνιες εξετάσεις στα μαθηματικά, τιμώντας και το
σχολείο του και την περιοχή του. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρήκε
ενταγμένο στις αντάρτικες ομάδες των Βορειοηπειρωτών, οι οποίες έκαναν
το λάθος να μην συνταχθούν ούτε με το ΜΑΒΗ ούτε με τις δυνάμεις του
Ζέρβα, αλλά «τρώγοντας» το παραμύθι των αλβανών κομμουνιστών για εθνική
αποκατάσταση των Βορειοηπειρωτών συνεργάστηκαν μαζί τους στον αγώνα κατά
της ιταλικής και γερμανικής κατοχής.
Ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών, τόσο για την απαλλαγή από την τυραννία
των αλβανών αγάδων και μπέηδων που τους έπιναν το αίμα όσο και την
απόδοση των αυτονόητων δικαιωμάτων για παιδεία, θρησκεία και κυρίως την
αυτοδιάθεση και την λησμονημένη αυτονομία του 1914, προδόθηκε από τους
αλβανούς κομμουνιστές. Το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα τους
εκμεταλλεύτηκε στον ίδιο (και χειρότερο) βαθμό από τους αγάδες και τους
μπέηδες, ενώ η Ελληνικότητα των Βορειοηπειρωτών βρέθηκε σε απόλυτο
διωγμό. Ο Παπαθανασίου πληγώθηκε βαριά στην Μάχη του Δέλβινου,
αλλά κατάφερε να επιζήσει. Μετά την (λεγόμενη) απελευθέρωση της
Αλβανίας, όταν άρχισε η αναδιοργάνωση του αλβανικού κράτους, λόγω των
πνευματικών του ικανοτήτων, από τον Δεκέμβριο του 1944 διορίζεται ως
πρώτος υπεύθυνος του τμήματος παιδείας, υγείας και μόρφωσης του νομού
των Αγίων Σαράντα. Στην ταμπέλα του γραφείου του, εκτός απ’ αυτής στ’
αλβανικά, πάνω απ’ αυτήν και σε μια μεγαλύτερη έγραφε με μεγάλα
γράμματα: «Τμήμα Παιδείας, Υγείας και Μόρφωσης», ενώ όλα τα σχετικά με
την παιδεία και την αλληλογραφία με τα Ελληνικά χωριά τα έγραφε στην
Ελληνική γλώσσα. Είχε δική του γραφομηχανή με Ελληνικό αλφάβητο και
πολύγραφο που έβγαζε αντίγραφα για τα χωριά. Γι’ αυτή του την
δραστηριότητα κλήθηκε για «αυστηρές συστάσεις» από τις κομματικές αρχές
του νομού και την κεντρική επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος
Αλβανίας.
Τον Μάρτιο του 1945, στην συνδιάσκεψη που έγινε στο Αργυρόκαστρο,
κράτησε ανένδοτη στάση για τα θέματα της παιδείας, κάνοντας μάλιστα
έκκληση να μην παραστεί κανένας Έλληνας δάσκαλος στην συνδιάσκεψη, αν
δεν μεταφραζόταν και στην Ελληνική γλώσσα (κάτι το οποίο τελικά έγινε)
το περιεχόμενό της. Μετά από ένα εξάμηνο, με το αιτιολογικό έλλειψης
δασκάλων, διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Τσιούκα. Εκεί, επί καθημερινής
βάσης, οργάνωνε με τα παιδιά και την νεολαία του χωριού συμπόσια, χορούς
και τραγούδια με καθαρά Εθνικό και Ελληνικό περιεχόμενο, αντί να υμνεί
«τον Ενβέρ και το Κόμμα». Γνωρίστηκε, συνεργάστηκε και αγωνίστηκε για
τον ίδιο σκοπό με τον παπα-Γιάννη, με τον οποίο αργότερα ήταν
συγκατηγορούμενοι. Όλα αυτά, όμως, δεν μπορούσαν να μείνουν απαρατήρητα
και ατιμώρητα από το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς. Αρχικά, τον
μετέθεσαν στο χωριό Καλύβια Πασιά. Ο Φίλιππος, ανένδοτος, συνεχίζει το
καθήκον του προς το Έθνος του. Εκεί συνεργάστηκε πιο στενά με τον φίλο
του Νάσιο Πάντο και τον συμμαθητή και (επίσης) φίλο του Σωτήρη Σκεύη.
Μετά από δύο μήνες τον μετέθεσαν ξανά στο συνοριακό χωριό Σμίνιτσα, απ’
όπου τον συνέλαβαν στις 17 Φεβρουαρίου 1946.
Όταν το αυτοκίνητο της κρατικής ασφάλειας Sigurimi με την
περιβόητη πινακίδα με τελευταίο τον αριθμό 11 (που αργότερα έγινε ο
φόβος και ο τρόμος στα κατεχόμενα από τους αλβανούς χωριά της Βορείου
Ηπείρου), ανηφόριζε προς το χωριό, στην αυλή του σχολείου βρίσκονταν ο
Παπαθανασίου, ο γραμματέας του κόμματος στο χωριό, ο πρόεδρος της
επιτροπής και πολλοί χωριανοί. Όλοι τους συμφώνησαν ότι κάποιος
πρόκειται να συλληφθεί. Ο Φίλιππος τους είπε: «Ναι, εσείς μην φοβάστε,
ήρθαν για μένα». Όλοι του είπαν: «Δάσκαλε, φεύγα, όσο να ‘ ρθουν εδώ,
εσύ περνάς δέκα φορές τα σύνορα». Ο δάσκαλος τους απάντησε: «Όχι,
αδέλφια, εγώ δεν είμαι εγκληματίας, είμαι αυτός που ξέρετε, αγωνίζομαι
γι’ αυτά που σας λέω καθημερινά και αυτά θα υπερασπιστώ στο δικαστήριο».
Έτσι και έγινε, καθώς μετά από περίπου μισή ώρα τον έδεσαν χειροπόδαρα
και τον πήγαν στα αλβανικά ανακριτήρια, ως την ημέρα της δίκης του, την
1η Ιουλίου 1946, όπου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά, χωρίς δικαίωμα
έφεσης και αναστολής. Για την σύλληψή του από την Sigurimi έγινε,
μάλιστα, αναφορά και από το BBC. Στο κελί ήταν μαζί με τον συναγωνιστή,
φίλο και συνάδελφό του Αριστοτέλη Χαρμπάτση, ο οποίος καταδικάστηκε σε
θάνατο μαζί με τον Νάσιο Πάντο και τον Σωτήρη Σκεύη, στην ίδια δίκη στην
οποία δικάζονταν δεκάδες Βορειοηπειρώτες.
Στην δίκη αυτή, ο Φίλιππος Παπαθανασίου ήταν ο μόνος που δεν δέχτηκε να μιλήσει στα αλβανικά. Υποχρεωτικά του έβαλαν διερμηνέα.
Όταν ο συμμαθητής του και εισαγγελέας στην δίκη αυτή, ταγματάρχης του
αλβανικού στρατού, Γιώργος Κώτσιας (ένας από τους μεγαλύτερους προδότες
στην ιστορία του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού) του είπε, δείχνοντάς τον
με το δάχτυλό του «Εσύ τα ξέρεις καλύτερα κι από μένα τα αλβανικά, μα
δεν θέλεις να τα μιλήσεις, είσαι ένας βρωμοφιλέλληνας», ο Παπαθανασίου
του απάντησε όπως αρμόζει σ’ ένα κάθαρμα και προδότη: «Φιλέλληνας μπορεί
να είναι κάθε πολίτης ενός άλλου κράτους ή έθνους ή και κάποιο μέλος
του δικαστηρίου, μα βρωμοέλληνας μόνο εσύ Γιώργο Κώτσια. Εγώ είμαι Έλληνας, γι’ αυτό και δικάζομαι ενώπιόν σας».
Η πρόταση του εισαγγελέα Κώτσια για τους 84 συνολικά κατηγορουμένους
ήταν 15 να εκτελεστούν, 20 να καταδικαστούν με 100 χρόνια φυλάκιση
(δηλαδή ισόβια) και όλοι οι υπόλοιποι να καταδικαστούν με 15 χρόνια και
άνω. Η τελική απόφαση θα έβγαινε μετά από δέκα ημέρες. Όταν γυρίσανε
στο κελί τους ο Φίλιππος Παπαθανασίου και ο Αριστοτέλης Χαρμπάτσης,
έσκισαν ένα πουκάμισο και με το αίμα τους έγραψαν πάνω σ’ αυτό: «Είμαστε
καταδικασμένοι σε θάνατο, το μόνο αμάρτημά μας είναι ότι είμαστε
Έλληνες, θέλουμε παιδεία, θρησκεία, αυτοδιάθεση. Μην πιστεύετε όσα σας
λένε. Ζήτω η αυτονομία. Ζήτω η Βόρειος Ήπειρος» και το κρέμασαν από
το παράθυρο του κελιού τους. Την επόμενη μέρα, όταν οι αλβανικές αρχές
είδαν το πανό, τους υπέβαλαν σε τέτοια βασανιστήρια, ώστε για πέντε
ημέρες ήταν σε κώμα και μέχρι να γίνουν καλά το δικαστήριο αναβλήθηκε
για δέκα μέρες. Όταν έφτασε η τελευταία ημέρα της δίκης, οι ποινές
αφέθηκαν όπως τις είχε προτείνει ο εισαγγελέας Κώτσιας. Στο άκουσμα της
δικής του θανατικής ποινής ο Παπαθανασίου αντέδρασε λέγοντας τα εξής
στους δικαστές: «Σας εμπιστευτήκαμε και συναγωνιστήκαμε. Πολλοί άλλοι
πληγώθηκαν, ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ “αγαπημένοι μας συναγωνιστές”.
Μας φάγατε χωρίς μπέσα, γι’ αυτό αφού δεν πέθανα από το βόλι των
Γερμανών, ας πεθάνω από το δικό σας», δείχνοντας την πληγή του στην
κοιλιά, που ήταν ακόμη με γάζες. Τα θαρραλέα λόγια του μαθεύτηκαν την
ίδια μέρα έξω από το δικαστήριο. Πολλοί προβληματίστηκαν, σιωπώντας
όμως, αλλά πολλοί περισσότεροι ενθουσιάστηκαν και αναθάρρησαν. Μεγάλη
απήχηση, επίσης, είχε και η αντίδραση των συγχωριανών του, όταν οι
άνθρωποι του κόμματος πήγαν να ζητήσουν από τους κατοίκους του χωριού να
επιδοκιμάσουν την καταδίκη του Παπαθανασίου. Στους απεσταλμένους του
κόμματος ο μπάρμπα Βασίλης Ντίνος Τσιάκουλης αντέστρεψε την κατηγορία σε
κατηγορώ, λέγοντάς τους: «Ο Φίλιππος είναι το καμάρι μας, αυτός και ο
μπάρμπα Γιάννης ξεσήκωσαν το χωριό μας και όλο τα χωριά του Βούρκου». Η
ολική αντίδραση του χωριού και η εκρηκτική απολογία του Παπαθανασίου
ανάγκασαν το δικαστήριο να μεταβάλει την ποινή του σε ισόβια δεσμά με
στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, κατάσχεση της κινητής και
ακίνητης περιουσίας του, χωρίς δικαίωμα έφεσης και αναστολής της ποινής.
Τον Αύγουστο του 1946 μεταφέρθηκε στις φυλακές του Μπουρελίου μαζί με
πολλούς άλλους συγκρατούμενούς του. Όταν τον Δεκέμβριο του 1946 οι
ποινές των φυλακισμένων μετατράπηκαν σε υποχρεωτική εργασία, η ποινή του
Παπαθανασίου μετατράπηκε σε ισόβια στέρηση με υποχρεωτικές εργασίες.
Δεν υπάκουσε, δεν βγήκε στην υποχρεωτική δουλειά, λέγοντάς τους
κατάμουτρα: «Είμαι πολιτικός κρατούμενος, ισοβίτης και βάσει του
διεθνούς δικαίου δεν μπορείτε να με υποχρεώσετε και απαιτώ να με
εφοδιάσετε με τα παρακάτω βιβλία», δίνοντάς τους μια ολόκληρη λίστα με
βιβλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, μαθηματικών κι άλλα. Από τότε,
τον έκλεισαν σ’ ένα ξεχωριστό κελί 1, 5 x 2 μέτρα και εκεί τον άφησαν
έως τον θάνατό του, δίνοντάς του επί καθημερινής βάσης 400 γραμμάρια
μπομπότα και ένα παγούρι νερό για όλες τις ανάγκες. Τα νύχια των
χεριών και των ποδιών του, καθώς και τα δόντια του μαρτυρούσαν την
«γλυπτική» δουλειά που του έκαναν οι «γλύπτες» της ανάκρισης της
κομμουνιστικής ιδεολογίας, είτε επρόκειτο για αλβανούς είτε για –πολύ
χειρότερα- τους Βορειοηπειρώτες συνεργάτες τους και βασανιστές των
ομοεθνών τους.
Ο εθνομάρτυρας αυτός πέθανε αμετανόητος στον αγώνα του για την Βόρειο
Ήπειρο, όπως άλλωστε έκαναν ο φίλος του Αριστοτέλης Χαρμπάτσης, ο
Σωτήρης Σκεύης, ο Νάσιος Πάντος, ο Γιάννης Καραθάνος, ο Γρηγόρης
Λαμποβιτιάδης και τόσοι άλλοι. Όπως διηγείται ο συγκρατούμενός του Ηλίας
Καραμπόινας «Όποιος γνώρισε τον Φίλιππα δεν μπορεί να πιστέψει πώς
πεθαίνουν τέτοια παλικάρια, πώς μπορούν να πέφτουν τέτοια δέντρα… Όταν
συνελήφθηκε και τον πρωτογνώρισα ήταν 90 κιλά άνδρας με 1, 90 ύψος και
πέθανε μόνον 40 κιλά. Ήμουν ο μόνος που τον επισκεπτόταν στο κελί του,
όταν βαριά άρρωστος δεν μπορούσε να κουνηθεί. Θυμάμαι που μου είπε στα
τελευταία του: “Ηλία, αν ποτέ βγεις ζωντανός από δω μέσα θέλω να πας να
πεις της μάνας μου για το «ωχ μανούλα μου», που λέω κάθε δευτερόλεπτο
από τους πόνους”. Πέθανε στα χέρια μου, είχε καταντήσει ένας σκελετός.
Τον κηδέψαμε μαζί με έναν συγκρατούμενό μας, δεν ξέρω να πω ποιος από
τους δυο μας έκλαψε περισσότερο…».
Μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού, ανήμερα της Αγίας
Παρασκευής στις 26 Ιουλίου 1952, ο εθνομάρτυρας Φίλιππος Παπαθανασίου
άφησε την τελευταία του πνοή, πεθαίνοντας για την Ελλάδα στις φυλακές
του Ενβέρ Χότζα. Όταν το 1964 ζητήθηκαν από την οικογένειά του
τα οστά του, τους απάντησαν ότι ήταν ισοβίτης και γι’ αυτό δεν μπορούσαν
να τα πάρουν. Δείχνοντάς τους, μάλιστα, με το δάχτυλο προς την πλαγιά
απέναντι, ο αλβανός αξιωματικός των φυλακών τους είπε: «Για κοιτάξτε τα
αμπέλια απέναντι, λιπαίνονται με τα κόκκαλα των εχθρών». Για τους
αλβανούς και τους ελληνόφωνους συνεργάτες τους ως «εχθροί»
χαρακτηρίζονταν όλοι εκείνοι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου που πιστοί
στην φωνή της συνείδησής τους δεν πρόδωσαν την καταγωγή τους.
Το μέγεθος της τραγωδίας του Φίλιππου Παπαθανασίου και των
αναρίθμητων Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, που δολοφονήθηκαν,
βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, γίνεται πολύ μεγαλύτερο, αν
αναλογιστούμε ότι εκείνοι οι οποίοι «διέπρεψαν» στα απάνθρωπα
«πειράματα», στα εγκλήματα, τα βασανιστήρια, τις φυλακίσεις και τις
εξορίες ήσαν κυρίως άλλοι Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι πούλησαν την ψυχή
τους στον διάολο που είχε την μορφή του Ενβέρ Χότζα και του αλβανικού
κομμουνισμού. Καθάρματα, γενίτσαροι και πουλημένα τομάρια όπως οι
Γιώργος Κώτσιας, Στρατής Παπάς, Γιάννης και Σπύρος Πάνος, Θοδωρής
Σιάνος, Μιλτιάδης Παππάς, Γιώργος Σουλιώτης, Σπύρος Κλίμης, Σπύρος
Τζιας, Πέτρος Βιδινός, Κώστας Δράζιος, Βασίλης Νάστος και τόσοι άλλοι,
οι οποίοι ήσαν ανθέλληνες, απάνθρωποι, παλιάνθρωποι, εγκληματίες,
διώκτες και βασανιστές χιλιάδων Ελλήνων Βορειοηπειρωτών, στους οποίους
έκαναν όλα αυτά γιατί ένιωθαν Έλληνες και όχι αλβανοί. Τέτοιου είδους
ανθρωπόμορφα κτήνη φυλάκιζαν άντρες και πατεράδες για να μπορούν να
βιάζουν μετά ανενόχλητοι τις γυναίκες και τις κόρες τους. Ιστορίες με
απίστευτα άθλιο περιεχόμενο, όπως εκείνες που αφορούσαν
Βορειοηπειρώτισσες που είχαν γονείς και άντρες στην Ελλάδα, τις
ξεγελούσαν δήθεν ότι θα τις περάσουν έξω από τα σύνορα, τους έπαιρναν
όσα χρυσά ή δολάρια είχαν, και μόλις τις οδηγούσαν στα σύνορα, αρχικά
τις βίαζαν και μετά ανάλογα με τις εντολές που έδιναν κατά περίπτωση
στους συνοριοφύλακες, άλλες τις δολοφονούσαν και άλλες τις φυλάκιζαν.
Και, όμως, κυκλοφορούν σήμερα βιβλία τα οποία εκθειάζουν όλους αυτούς
τους συνεργάτες του Χότζα, παρουσιάζοντάς τους μάλιστα και ως
Βορειοηπειρώτες που ένιωσαν και αυτοί στο πετσί τους την σκληρότητα του
αλβανικού κομμουνισμού, άλλοι με καθαιρέσεις από τα κομματικά τους
καθήκοντα και άλλοι με φυλακίσεις. Μόνο που αυτά συνέβησαν, είτε γιατί
είχε «περάσει η μπογιά τους» και το καθεστώς του Χότζα, αφού τους είχε
ξεζουμίσει συνεργατικά τελείως, τους έριξε στην δυσμένεια, είτε γιατί
πολύ απλά είχαν μπλέξει με διαφόρων ειδών ατασθαλίες. Μέσα από την
περιγραφή του δράματος του Φίλιππου Παπαθανασίου βλέπουμε ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρόνιας καταπίεσης των Ελλήνων της Βορείου
Ηπείρου από τους αλβανούς και τους ελληνόφωνους προδότες συνεργάτες
τους.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΣΤΟΡΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου