Σαν την κύρια αιτία αυτής της ολοένα και εντεινόμενης παρακμής ο Έβολα θεωρεί τις ιδέες που εισήγαγε η Γαλλική Επανάσταση του 1789. Στο παρακάτω απόσπασμα (από το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Προσωπικότητα-Ελευθερία-Ιεραρχία») ασχολείται κυρίως με την ιδέα της «ισότητας των ανθρώπων» την οποία την θεωρεί όχι μόνο ψεύτικη διότι αντιφάσκει με βασικές αρχές της λογικής και της φύσης αλλά και επικίνδυνη όταν πάει να εφαρμοσθεί αναγκαστικά διότι οδηγεί τον άνθρωπο στις κατώτερες βαθμίδες της πραγματικότητας και τις κοινωνίες σε απλά κοινωνικά συναθροίσματα.
«Η αρχή της αποσύνθεσης των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτικών δομών, ή τουλάχιστον αυτών που είχαν απομείνει στην Ευρώπη συνέβη μέσω του φιλελευθερισμού. Μετά την θυελλώδη και δαιμονική περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, οι αρχές που υιοθετήθηκαν απ’ αυτήν άρχισαν να δρουν κάτω από το προσωπείο του φιλελευθερισμού. Έτσι ο φιλελευθερισμός είναι η αρχή των διαφόρων αλληλοσυνδεόμενων μορφών της παγκόσμιας ανατροπής. Είναι συνεπώς αναγκαίο να εκθέσουμε τα λάθη στα οποία αυτή η ιδεολογία βασίζεται, ειδικά εκείνα των «αιωνίων αρχών» από τις οποίες εμπνεύσθηκε. Αυτό είναι αναγκαίο όχι μόνο από μία δογματική άποψη, αλλά και από πρακτική. Στην εποχή μας η πνευματική σύγχυση έχει φτάσει σε τέτοιο μέγεθος που ο φιλελευθερισμός, ο οποίος σύμφωνα με τα αρχαία πολιτεύματα και την Εκκλησία ήταν συνώνυμος με την αντιπαράδοση και την ανατροπή, περιγράφεται από μερικούς σαν ένα «δεξιό» κίνημα, αποφασισμένο να προστατέψει ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δικαιώματα και ελευθερία από τον Μαρξισμό και τον ολοκληρωτισμό. Οι επόμενες σκέψεις έχουν σκοπό να διαλύσουν αυτή την παρανόηση.
Η ουσία του φιλελευθερισμού είναι ο ατομικισμός. Η βάση του λάθους του έγκειται στην παρανόηση της εννοίας του προσώπου με αυτή του ατόμου και της διεκδίκησης για τη δεύτερη, ανεπιφύλακτα και βάσει εξισωτικών συλλογισμών, ορισμένων αξιών που θα έπρεπε να αποδοθούν μόνο στην πρώτη, και επί πλέον υπό όρους. Λόγω αυτής της μετατόπισης αυτές οι αξίες μετατράπηκαν σε λάθη, ή σε κάτι παράλογο και επιζήμιο.
Ας αρχίσουμε με την εξισωτική αντίληψη. Είναι αναγκαίο να δηλώσουμε από την αρχή ότι η «αιώνια αλήθεια» της ισότητας είναι καθαρή ανοησία. Δεν είναι ανάγκη να σχολιάσουμε την ανισότητα των ανθρώπων από φυσική άποψη. Εντούτοις οι υπέρμαχοι του εξισωτισμού κάνουν την ισότητα ένα ζήτημα αρχής, ισχυριζόμενοι ότι ενώ οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι de facto (Σημ. μετ. εκ των πραγμάτων) είναι έτσι de jure (Σημ. μετ. δικαιωματικά). Δεν είναι ίσοι αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι. Η ανισότητα είναι άδικη. Η αξία και η υπεροχή της φιλελεύθερης ιδέας υποτίθεται ότι συνίσταται στο ότι δεν το λαμβάνει αυτό υπ’ όψη, το υπερβαίνει, και αναγνωρίζει την ίδια αξία σε κάθε άνθρωπο. Η δημοκρατία επίσης, συμμερίζεται την πεποίθηση στην «θεμελιώδη ισότητα σε οτιδήποτε εμφανίζεται να είναι ανθρώπινο».
Θεωρώ ότι αυτές είναι απλώς κενές λέξεις. Αυτό δεν είναι ένα «ευγενικό ιδανικό» αλλά κάτι, το οποίο αν ληφθεί κυριολεκτικά αντιπροσωπεύει έναν λογικό παραλογισμό ο οποίος όπου γίνεται επικρατούσα τάση αποτελεί μόνο οπισθοδρόμηση και παρακμή.
Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η έννοια του «πολλοί» (δηλαδή ένα πλήθος ατομικών υπάρξεων) λογικά αντιφάσκει την έννοια του «πολλοί ίσοι». Πρώτα απ’ όλα οντολογικά μιλώντας, αυτό συμβαίνει λόγω της αποκαλούμενης «αρχής των μη διακριτών», η οποία εκφράζεται με αυτούς τους όρους: «Μία ύπαρξη η οποία είναι ακριβώς ίδια με μία άλλη, από κάθε άποψη, είναι μία και ίδια με αυτή». Έτσι στην έννοια του «πολλοί» υποκρύπτεται η έννοια της θεμελιώδης της διαφοράς: «πολλές» υπάρξεις οι οποίες είναι ίσες, ακριβώς ίσες, δεν θα είναι πολλές αλλά μία. Το να υποστηρίζεις την ισότητα των πολλών είναι μία αντίφαση όρων, εκτός αναφέρεσαι σε ένα σύνολο άψυχων μαζικά παραγόμενων αντικειμένων.
Δεύτερον, η αντίφαση έγκειται στην «αρχή της επαρκούς αιτίας» η οποία εκφράζεται με αυτούς τους όρους: «Για κάθε πράγμα πρέπει να υπάρχει κάποια αιτία που είναι αυτό το πράγμα και όχι κάποιο άλλο». Έτσι μία ύπαρξη η οποία είναι εντελώς ίση με μία άλλη θα στερείτο της «επαρκούς αιτίας» θα ήταν ένα κενό αντίγραφο.
Και από τις δύο απόψεις, λογικά είναι επαρκώς τεκμηριωμένο ότι οι «πολλοί» όχι μόνο δεν μπορεί να είναι ίσοι, αλλά επίσης δεν πρέπει να είναι ίσοι. Η ανισότης είναι πραγματική de facto μόνον επειδή είναι αληθινή de jure και είναι πραγματική μόνον επειδή είναι αναγκαία. Για αυτό τον λόγο εκείνο που η εξισωτική ιδεολογία θέλει να παρουσιάσει σαν μία κατάσταση «δικαιοσύνης» είναι στην πραγματικότητα μία κατάσταση αδικίας, σύμφωνα με μία άποψη που είναι ανώτερη και πέρα από ανθρωπιστικές και δημοκρατικές ρητορικές. Κατά το παρελθόν ο Κικέρων και ο Αριστοτέλης επιχειρηματολόγησαν πάνω σε αυτό το θέμα.
Αντίστροφα, το να διατυπώνεις ως αρχή την ανισότητα σημαίνει να υπερβαίνεις την ποσότητα και να δέχεσαι την ποιότητα. Εδώ είναι που οι δύο έννοιες του ατόμου και του προσώπου διαφοροποιούνται. Το άτομο πρέπει να κατανοείται μόνο σαν μία ατομική μονάδα, ή σαν απλός αριθμός υπό την κυριαρχία της ποσότητας. Με απόλυτους όρους, είναι ένα απλό αποκύημα και μία αφηρημένη έννοια. Είναι όμως δυνατόν να τείνουμε σε αυτή την διάλυση, ελαχιστοποιώντας τις διαφορές που χαρακτηρίζουν την ατομική ύπαρξη, δίνοντας έμφαση σε ανάμικτες και ομοιόμορφες ποιότητες (αυτό που προκύπτει, μέσω της μαζικοποίησης και της τυποποίησης, είναι μία ομοιομορφία συμπεριφορών, δικαιωμάτων και ελευθεριών) και να το θεωρoύμε σαν μία ιδανική και επιθυμητή κατάσταση. Εντούτοις, αυτό σημαίνει να υποβιβάζουμε και να αλλάζουμε την πορεία της φύσης...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου