Ξεπερνώντας το Εγώ, υπέρ του Έθνους
Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται. Όλα τούτα είναι μέλη του μεγάλου ορατού κορμιού σου. Πονάς και χαίρεσαι σκορπισμένος ως τα πέρατα της Γης μέσα σε χιλιάδες ομοαίματα κορμιά. Όπως μάχεσαι για το μικρό σου το σώμα, πολέμα και για το μεγάλο. Πολέμα όλα τούτα τα κορμιά σου να γίνουνε δυνατά, λιτά, πρόθυμα. Να φωτιστεί ο νους τους, να χτυπάει η καρδιά τους φλεγόμενη, γενναία, ανήσυχη. Πώς μπορείς να ΄σαι δυνατός, φωτεινός, γενναίος, αν οι αρετές τούτες δεν τρικυμίζουν αλάκερο το μεγάλο σου το σώμα; Πώς μπορείς να σωθείς, αν δε σωθεί αλάκερό σου το αίμα; Ένας από τη ράτσα σου να χαθεί, σε συντραβάει στο χαμό του. Ένα μέλος του κορμιού και του νου σου σαπίζει. Να ζεις βαθιά, όχι σαν Ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα, την ταυτότητα τούτη. Είσαι ένα φύλλο στο μέγα δέντρο της ράτσας. Να νιώθεις το χώμα ν΄ ανεβαίνει από τις σκοτεινές ρίζες και ν΄ απλοκαμιέται στα κλαριά και στα φύλλα.
«Ασκητική»
Νίκος Καζαντζάκης
Γ' Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ (ΑΣΚΗΤΙΚΗ/ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει· μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων· άσπροι, κίτρινοι, μαύροι· χιμούν και φωνάζουν.
Λευτερώσου κι από τη ράτσα· πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του.
Έλεος να σε κυριέψει για το πλάσμα τούτο που ξεκόρμισε ένα πρωί από τους πίθηκους, γυμνό, ανυπεράσπιστο, χωρίς κέρατα και δόντια, μονάχα με μια σπίθα φωτιά στο μαλακό του το καύκαλο.